Δέκα χρόνια μετά την κυκλοφορία του Dragon Age: Inquisition, το Veilguard έρχεται να συνεχίσει την άλλοτε ιστορική, άλλοτε αδιάφορη πορεία της σειράς, για πρώτη φορά στην ένατη γενιά οικιακών κονσολών. Το ποδαρικό του Dragon Age: Origins ανέβασε τη σειρά στο πάνθεον των RPG με το καλημέρα, ενώ η συνέχεια με τα Dragon Age 2 και Dragon Age: Inquisition μας άφησαν να ξύνουμε το κεφάλι με απορία, καθώς φάνηκε πως οι καταβολές της Bioware με έπη όπως το Star Wars: KOTOR, Jade Empire και Mass Effect άρχιζαν να εξαφανίζονται, δίνοντας λιγότερη έμφαση στα RPG στοιχεία και περισσότερο στα κομμάτια action.
Αυτό βέβαια είναι απολύτως λογικό μιας και η Bioware που έδωσε στον κόσμο το Origins με την Bioware του Veilguard είναι στην πραγματικότητα μία απλή συνωνυμία, με πολλούς συντελεστές να έχουν αλλάξει, ανάμεσά τους σημαντικοί writers που εμφύσησαν ζωή σε αγαπημένους χαρακτήρες. Και όσο το μυαλό πλέει στα πελάγη της απορίας, τραβώντας σκληρό κουπί στο πλοίο του Θησέα που είναι η σημερινή Bioware, είναι λογικό να σταματήσει κανείς και να αναλογιστεί: “Πόσο Dragon Age είναι τελικά το Dragon Age: The Veilguard;”
Για να απαντηθεί αυτή η ερώτηση υπάρχουν δύο μονοπάτια, το πρώτο η αναζήτηση του τι σημαίνει Dragon Age και το δεύτερο και ευκολότερο, η αναζήτηση του τι σημαίνει Veilguard. Ξεκινώντας λοιπόν από τα εύκολα, το Dragon Age: The Veilguard υποτίθεται πως είναι ένα western RPG με πολλά στοιχεία action. Στην πραγματικότητα, το Veilguard είναι ένα Action-Adventure με λιγοστά στοιχεία RPG.
Ξεκινώντας, μας δίνεται αμέσως η ευκαιρία να πλάσουμε τον χαρακτήρα μας, Rook. Το character creator είναι εντυπωσιακά βαθύ και εύχρηστο, κάτι που δεν με εξέπληξε πολύ μιας και το σύστημα δημιουργίας χαρακτήρα του Inquisition είχε ήδη κερδίσει τη θέση του στα προσωπικά μου top και είμαι χαρούμενος να πω οτι ακόμη μία θέση ανήκει δικαιωματικά στο Veilguard! Άπειρες επιλογές για face και body morphing, μαλλιά και physics μαλλιών που με έκαναν να νιώθω ότι πρωταγωνιστώ σε μία πενηντάωρη διαφήμιση για σαμπουάν. Οτιδήποτε μπορεί να χρειαστεί ένας RPG παίχτης για να σχηματίσει το headcanon του, υπάρχει στο Veilguard και με το παραπάνω. Καμία από τις προσθήκες και τις επιλογές εδώ δεν με ενόχλησαν, ξίνισαν ή παραξένευσαν. Ό,τι υπάρχει στο character creator έχει μία θέση και έναν λόγο, από τα hairstyles ως τις ουλές. Φυσικά πέρα από την οπτική ελευθερία έκφρασης που προσφέρει απόχερα το Veilguard, ο παίχτης καλείται να διαλέξει τι class και race είναι ο Rook, με τα κλασικά classes των warrior, mage ή rogue τα οποία θα καθορίσουν σημαντικά τον τρόπο που εξελίσσεται το combat.
Το σύστημα μάχης είναι η πρώτη περίτρανη απόδειξη της μετάβασης των Dragon Age σε πιο Action μονοπάτια, με στοιχεία που θυμίζουν πολύ περισσότερο Hogwarts Legacy παρά Baldur’s Gate ΙΙΙ. Υπάρχει μία κάποια ανεπαίσθητη συνεργεία ανάμεσα στα skills του Rook και των companions αλλά στις 50 μου ώρες, η μονότονη συγχορδία των light και heavy attacks, dodge-rolling και RT/R2 beam casting με κουβάλησε μέχρι το φινάλε, άντε και με μία μικρή συμβολή healing από την Neve. Υπάρχει επίσης η επιλογή του guarding με το LB/L1 που ανάθεμα αν χρησιμοποίησα δυο φορές σε όλο το παιχνίδι. Σοβαρά, αν το χειριστήριο μου είναι χαλασμένο αυτή τη στιγμή και δεν δουλεύει καθόλου το LB, σίγουρα δεν θα το μάθω παίζοντας Veilguard. Και όλος αυτός ο πρόλογος για να καταλήξω στο ότι το παιχνίδι είναι υπερβολικά εύκολο. Στο βασικό επίπεδο δυσκολίας είδα την οθόνη “Defeat” ακριβώς δύο φορές και η μία απο αυτές ήταν μετά από μια μονόωρη μάχη με ενα boss 12 levels παραπάνω. Στα υψηλότερα επίπεδα δυσκολίας το μόνο που είδα να αλλάζει είναι οι πιο “σφουγγαρένιοι” εχθροί, άρα η standard δυσκολία είναι αυτή που προτείνω.
Το skill tree για κάθε class είναι αρκετά μεγάλο. Η πλειονότητα των επιλογών είναι μικρά boosts σε διάφορα στατιστικά, ενώ τα νέα skills που μπορεί να αλλάξουν ριζικά τη στρατηγική είναι πιο αραιά και σπάνια, είναι όμως εκεί. Στο 20ο level o Rook μπορεί να ειδικευτεί σε ένα από τρία playstyles (λόγου χάρη Death Evoker για mage) και ορισμένα skills ξεκλειδώνονται σε μεγαλύτερα επίπεδα. Τα αντίστοιχα skill trees των companions είναι πολύ πιο μικρά και ελεγχόμενα. Ο κάθε companion έχει 5 skills; ένα healing, ένα support και τρία επιθετικά. Είναι από τις αποφάσεις που ναι μεν δεν με ενόχλησαν καθόλου, αλλά απομακρύνουν αισθητά τον παίκτη από τον πειραματισμό και μία ακόμη τρανή απόδειξη ότι τα στοιχεία RPG έχουν πάει περίπατο. Ανά πάσα στιγμή, ο κάθε companion μπορεί να έχει στη διάθεσή του μόνο τρία από τα πέντε skills, το οποίο μου φάνηκε πολύ περισσότερο σαν περιορισμός του UI παρά ουσιαστική gameplay απόφαση. Είμαι αρκετά σίγουρος επίσης ότι οι companions δεν μπορούν να πέσουν στη μάχη καθόλου, όχι λόγω της ευκολίας του παιχνιδιού αλλά ως συνειδητή design επιλογή.
Όσον αφορά τον χειρισμό είχα μόνο δύο μικρά παράπονα, το ένα από αυτά και συμβουλή προς οποιονδήποτε σκοπεύει να ξεκινήσει το παιχνίδι. Η επιλογή των skills γίνεται μέσα από το γνωστό πλέον radial menu (το οποίο στο μυαλό μου είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την Bioware), αλλά θα προτιμούσα αν η τελική εντολή δινόταν μέσα από τα face buttons και όχι με το analog stick, για καλύτερο χειρισμό και προς αποφυγήν missclicking που υπέστη αρκετές φορές. Επιπλέον, ένιωσα λίγο περίεργο το strafing μέσα στο combat, με πολλά mobs να ορμούν πάνω μου, να καταλήγουν κάπως εκτός του πεδίου όρασής μου και εγώ να πρέπει να κουμαντάρω μία πολύ αργή κάμερα ώστε να τους ξαναεντοπίσω. Προς αποφυγήν αυτού λοιπόν, προτείνω το horizontal sensitivity στο 150% και συχνό lock on.
Ο κόσμος του Βόρειου Thedas χωρίζεται σε hubs, προσβάσιμα μέσα από τη χρήση ενός κεντρικού hub που δρα ως το αρχηγείο. Η πλοήγηση θέλει μία μικρή συνήθεια αλλά σύντομα γίνεται εύκολη. Όσον αφορά το level design, αυτό είναι με διαφορά το μεγαλύτερο παράπονο που έχω από το Veilguard. Οι χάρτες είναι απίστευτα γραμμικοί και σκοτώνουν την όποια ψευδαίσθηση μπορεί να υπάρχει ενός αληθινού κόσμου, όπου ζουν αληθινοί άνθρωποι με αληθινές ζωές. Στο gameplay, το level design δεν προσφέρει απολύτως τίποτα πέρα από μία εφήμερη αρένα όπου φιλοξενεί μάχες με τα αρκετά επαναλαμβανόμενα mobs, τα οποία δεν έχουν ενημερωθεί ακόμα ότι δεν βρίσκονται σε παιχνίδι ΜΜΟ. Το περιβάλλον όχι απλά δεν ευνοεί ή καταδικάζει τον παίκτη, η τοποθέτηση των εχθρών είναι τόσο αυστηρή που αν ο Rook και το party απομακρυνθούν, οι εχθροί γίνονται άτρωτοι και επιστρέφουν στην αρχική τους θέση, κάτι που βρίσκω απαράδεκτο σε ένα single-player παιχνίδι.
Στα θετικά του παιχνιδιού, το οπτικό κομμάτι είναι αψεγάδιαστο. Η επιλογή του cartoony artstyle που θυμίζει Pixar είναι σαφώς απρόσμενη. αλλά διόλου καταδικαστέα, παρόλο που ορισμένες φορές δυσκολεύει την απεικόνιση των συναισθημάτων στα πρόσωπα των πρωταγωνιστών με μερική ευθύνη να φέρει και το κάποιες φορές ακούρδιστο lip sync. Τα περιβάλλοντα είναι πανέμορφα, οι χαρακτήρες σχεδιασμένοι με προσοχή και τα γραφικά είναι πάντα εντυπωσιακά. Το performance του παιχνιδιού αξίζει βραβείο και ειδική αναφορά, καθώς σις 50 ώρες που έπαιξα στο Xbox Series X, αμφιβάλλω αν είδα μισό frame drop. Γενικά, στο τεχνικό κομμάτι το Veilguard είναι αψεγάδιαστο, ένα παράδειγμα προς μίμηση. Το επίπεδο του polish ντροπιάζει παιχνίδια κολοσσούς με σχεδόν ολοκληρωτική έλλειψη bugs και τεχνικών προβλημάτων.
Ο ηχητικός τομέας είναι εξίσου εντυπωσιακός και προσεγμένος. Το soundtrack του θρυλικού Inon Zur σαφώς λειτουργικό και χρήσιμο αν και όχι απαραίτητα ιδιαίτερα αξιομνημόνευτο. Άξιο αναφοράς επίσης το επαγγελματικότατο Photo mode που προσφέρει το Veilguard, ένα εργαλείο στο οποίο αφιέρωσα αρκετή ώρα χάρις στα καλογυαλισμένα οπτικά του παιχνιδιού. Μιας και το Veilguard είναι ένα πολύ επίκαιρο παιχνίδι, δεν θα μπορούσαν να λείπουν ορισμένες επιλογές που αποσκοπούν στο accessibility και πραγματικά καταφέρνει να είναι πρωταθλητής σε αυτόν τον τομέα, δίνοντας άπειρες επιλογές στη δυσκολία, οπτικά βοηθήματα, κτλπ.
Η ιστορία του Veilguard συνεxίζει ακριβώς από εκεί που μας άφησε το Inquisition. O παλιόφιλος και companion μας, Solas, έχει βαλθεί να καταστρέψει το Veil; το πέπλο που διαχωρίζει τον κόσμο του Dragon Age από το Fade, κάτι σαν τον κόσμο των ονείρων από το οποίο προέρχεται η μαγεία και που δεν σχετίζεται καθόλου με το κούρεμα. Όπως συμβαίνει όμως συχνά σε τέτοιες περιπτώσεις, ο Solas απελευθερώνει δύο αρχαίους θεούς που απειλούν με τη συντέλεια του κόσμου. Τι πιο σύνηθες θα έλεγε κανείς. Ο Solas παγιδεύεται και πρέπει εμείς να μαζέψουμε τα ασυμμάζευτα απέναντι στους δύο αρχαίους Elven θεούς, Elgar’nan και Ghilan’nain, όνομα συγκροτήματος Evanuris (not to be confused με τους Evanescence). Το σενάριο δεν είναι τίποτα εξωπραγματικό αλλά την κάνει τη δουλειά του. Συνεχώς ένιωθα ότι βλέπω Σαββατιάτικο καρτούν, κάτι που δεν με χάλασε απαραίτητα, όμως τα κίνητρα και το writing του παιχνιδιού δεν πρόκειται να διδαχθούν σε κάποιο πανεπιστήμιο, σε καμία περίπτωση. Ακόμα και η εμβάθυνση στον εσωτερικό ψυχισμό του Solas δεν έρχεται τόσο ακολουθώντας τα μονοπάτια του main story, αλλά μαζεύοντας κάτι optional αγαλματίδια που πολύ εύκολα μπορεί να χάσει κανείς.
Η δομή του παιχνιδιού χωρίζεται σε τρία βασικά μέρη. Το πρώτο είναι βγαλμένο κατευθείαν από το βιβλίο του Mass Effect 2 και θυμίζει τις ένδοξες μέρες της Bioware, με τον Rook να προσπαθεί να χτίσει την βέλτιστη ομάδα όπου ο καθένας είναι αναντικατάστατος. Το δεύτερο κομμάτι είναι ο βασικός κορμός του παιχνιδιού και αποτελεί το μεγαλύτερο κομμάτι όπου ο πρωταγωνιστής μπορεί να βοηθήσει τις εκάστοτε ομάδες, να χτίσει σχέσεις με τους companions και να ασχοληθεί με την πληθώρα των ενίοτε συμπαθητικών side quests. Το χτίσιμο των σχέσεων με τους companions θα αποδειχθεί πολύ σημαντικό, καθώς θα παίξει τεράστιο ρόλο στο τρίτο και τελευταίο μέρος του παιχνιδιού, που φυσικά είναι το φινάλε. Και πρέπει να παραδεχτώ ότι για το πόσο ανάλατο μου φάνηκε το παιχνίδι σχεδόν σε κάθε πιθανή πλευρά του, το φινάλε είναι συναρπαστικό και ίσως η μόνη στιγμή στις 50 ώρες που ένιωσα ότι διατρέχουμε αληθινό κίνδυνο.
Η εισαγωγή κάθε χαρακτήρα έχει την αίσθηση τιμωρίας για κάποιον που δεν έχει επενδύσει προηγουμένως στον κόσμο του Dragon Age, μιας και πλέον η σειρά της Bioware έχει εξαπλωθεί σε κόμιξ, animated σειρές και βιβλία, πέρα από τα mainline παιχνίδια. Τόσο οι παλιοί αγαπημένοι που επιστρέφουν όσο και οι νέοι που μας συστήνονται για πρώτη φορά έρχονται με έναν αέρα που απαιτεί όχι απλά να τους γνωρίζαμε ήδη, αλλά σαν να είχαμε αράξει μαζί για ναργιλέ το προηγούμενο Σαββατοκύριακο. Η αίσθηση αυτή δεν υποχώρησε καθόλου στη διάρκεια του 50ωρου playthrough μου και ακόμα και όταν ο Rook μου μασκαρευόταν ότι γνωρίζει πολύ καλά την ποικιλόμορφη παρέα, εγώ ως παίχτης ένιωθα μία τεράστια απόσταση από το avatar μου, καθισμένος άβολα στο τραπέζι μιας παρέας που πετάνε inside jokes και υπενθυμίζοντάς μου διαρκώς ότι είμαι, ήμουν και θα είμαι ο ξάδελφος από το χωριό που δεν έχει θέση στο τραπέζι.
Το τελικό party αποτελείται από εφτά companions – εκπροσώπους των φατριών (όλοι singles και όλοι ψάχνονται) που βοηθούν τον Rook στο εγχείρημά του, ο καθένας από αυτούς σε διαφορετική θέση στον άξονα προσωπικής μου συμπάθειας με τον απόλυτο θετικό πόλο στο “Ε, ας βγούμε για έναν καφέ” όπου θα κατέτασσα την συμπαθέστατη Neve και με τον αντιδιαμετρικά αρνητικό πόλο στο “Βγες τώρα από το αμάξι μου” όπου και κυριαρχεί η αντιπαθέστατη Evataash. Η αλληλεπίδραση με το καστ είναι, εννιά φορές στις δέκα, άβολη και αχρείαστη. To Veilguard πάσχει ξεκάθαρα από σύνδρομο διαλόγου Fallout 4, καθώς ο Rook έχει αποφασίσει ήδη για τον εαυτό του τι θέλει να πει, δίνοντας στον παίκτη την ψευδαίσθηση του ελέγχου σχετικά με το πώς θα το πει. Ακόμα και αυτή η ψευδαίσθηση καταρρίπτεται ολικά όταν γίνει εμφανές ότι ο Rook απλά δεν έχει την ικανότητα να γίνει σκληρός, κακός, αγενής ή οτιδήποτε άλλο πέρα από ένα χλιαρό, νερόβραστο αρκουδάκι. Και το ίδιο ισχύει για όλο το καστ, λίγο πολύ. Μου φάνηκε αδύνατο, όσο και να προσπάθησα, να κάνω τους companions να με αντιπαθήσουν. Να διαφωνήσουν, να με τεστάρουν! Αλλά όχι, κανένας στο παιχνίδι δεν ενδιαφέρεται να χτίσει μία ειλικρινή σχέση με τον Rook ή τους υπόλοιπους χαρακτήρες.
Η μεγαλύτερη απόδειξη του κακού writing έρχεται στη μορφή των romantic cutscenes που μου άφησαν την αίσθηση ότι όποιος ευθύνεται για αυτές δεν είναι αληθινός άνθρωπος, αλλά μάλλον ένα machine learning εργαλείο που καταβρόχθισε ό,τι romcom έχει κυκλοφορήσει από το 2000 και μετά. Είναι εξωφρενικό το πως όλοι οι χαρακτήρες επανέρχονται στην ίδια ακριβώς άβολη “pick me” προσωπικότητα όταν ο Rook τους φλερτάρει και με κάνει να αναρωτιέμαι αν οι writers έχουν μιλήσει σε μισό άνθρωπο στη ζωή τους. Δυστυχώς αυτή η αντιμετώπιση σκοτώνει οποιαδήποτε αξιοπιστία προσπαθεί να πουλήσει το Veilguard, με όλες τις επικείμενες απειλές, τους φόβους και τα όνειρα των ανθρώπων του Northern Thedas το μόνο που σκεφτόμουν διαρκώς ήταν ότι αντί να είμαστε μία ομάδα ανθρώπων που πασχίζει να σώσει τον κόσμο, είμαστε μία ομάδα LARPers που παίζουμε τις κουμπάρες. Σε έναν “φανταστικό” κόσμο που δεν είναι και τόσο φανταστικός, ειδικά όταν πατάει και δανείζεται τόσο πολύ από τις τάσεις της εποχής που ζούμε στην πραγματικότητα.
Αν έχει φανεί ότι με ενόχλησαν πολλά στο Dragon Age: The Veilguard ίσως να φταίει το ιστορικό μου με τη σειρά. Η αγάπη μου για το Origins είναι αιώνια και ακατανίκητη, αλλά αντιλαμβάνομαι ότι οι εποχές αλλάζουν και η σημερινή Bioware δεν είναι η Bioware του 2009. Ίσως για αυτόν τον λόγο να οφείλω μία συγγνώμη στον αναγνώστη. Σαν τον Solas, τον θεό του ψέμματος, έτσι και εγώ είπα ένα μικρό ψέμα στην αρχή αυτού του review.
Επιστρέφοντας στην ερώτηση “Πόσο Dragon Age είναι το Dragon Age: The Veilguard;” ομολογώ ότι δεν υπάρχει καμία σοβαρή απάντηση. Διότι η σωστή ερώτηση είναι πόσο Dragon Age είναι οποιδήποτε Dragon Age; Πως μπορεί να οριστεί ως σταθερό κάτι που από τη φύση του ήταν πάντα μεταβλητό; Για μένα, έναν τεράστιο φαν του Origins που δεν έπαιξε ποτέ τα sequels, το Veilguard μου θύμισε πολύ περισσότερο Hogwarts Legacy παρά Dragon Age. Για κάποιον που το Dragon Age είναι το Inquisition ή οι σειρές, τα βιβλία ή ακόμα και το Veilguard, οι απόψεις μας θα διαφέρουν. Ίσως η ταυτότητα του Dragon Age, εν τέλει, να είναι ότι ποτέ δεν είχε μια σταθερή ταυτότητα. Δεν νομίζω ότι το Veilguard έχει το βάρος να σταθεί στο Πάνθεον μαζί με το Origins, το Baldur’s Gate III και άλλα παιχνίδια τέτοιου βεληνεκούς. Δεν νομίζω ούτε ότι είναι αρκετό, ώστε να πούμε ότι αυτή η Bioware ξεπερνά ή πλησιάζει την Bioware στα καλύτερά της. Άρα πως είναι ειλικρινές να μιλήσουμε για μια επιστροφή στην φόρμα για την Bioware όταν αυτή η Bioware είναι μία νέα οντότητα; Ξέρω όμως ότι το Veilguard ήταν μία τίμια (αν και λίγο ανειλικρινής) προσπάθεια που είναι αρκετή να κρατήσει τη σειρά στον πάγο μέχρι, ενδεχομένως, να έρθει μία μελλοντική, μία καλύτερη Bioware και να το εξυψώσει ξανά στα ουράνια του Origins.
Το review βασίστηκε στη ψηφιακή έκδοση του παιχνιδιού, η οποία μας παραχωρήθηκε από την Bandai Namco Hellas.
Προς το παρόν, το Veilguard είναι ένα διασκεδαστικό παιχνιδάκι που κάνει ό,τι μπορεί. Δεν μπορώ να το συστήσω εύκολα για αγορά full price, αλλά οι 50 ώρες που μοιραστήκαμε δεν πήγαν χαμένες. Και αν το Veilguard μείνει στην ιστορία ως οτιδήποτε, μάλλον θα είναι ως το πιο πρόσφατο στρατόπεδο στην μάχη των μεγάλων media outlets που το πλασάρουν ως GOTY (κάτι που δεν είναι ούτε κατά διάνοια) εναντίον των μικρότερων φωνακλάδων που το υποβιβάζουν σε ένα woke σκουπίδι (κάτι που δεν είναι ούτε κατά διάνοια). Κατά τα άλλα, το Dragon Age: The Veilguard συνιστάται στον οποιονδήποτε, αρκεί να είναι έτοιμος να μετριάσει τις προσδοκίες ενός επικού RPG και να αποδεχτεί ένα οκ προς καλούλι Action-Adventure. Αν ο Rook μπορεί να αγαπήσει τους companions του για αυτό που πραγματικά είναι, γιατί όχι και εμείς;
VIA: ign.com